-
1 πελαζω
(fut. πελάσω - атт. πελῶ, aor. ἐπέλᾰσα - эп. ἐπέλασσα и πέλασσα; pass.: aor. 1 ἐπελάσθην, эп. aor. 2 ἐπελάσθην и ἐπλάθην с ᾱ, pf. πέπλημαι - дор. πέπλᾱμαι; aor. 1 med. ἐπελασάμην, эп. aor. 2 ἐπλήμην и πλήμην)1) приближаться, подходить(νήεσσι Hom. и νεῶν Soph.; πολεμίοισι Her.; πρὸς τοῖχον Hes.; ἐς τούσδε τόπους Soph.; δῶμα Eur.; ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὴ πελάζει погов. Plat.)
πελάσας ἐς τὸν ἀριθμὸν τούτων τῶν ἡμερέων Her. — по истечении (досл. подойдя к числу) этих дней;π. ὅμματος и ἐς ὄψιν (sc. τινός) Eur. — подходить к кому-л.2) эп. тж. med. приближать, приводить, подводить(τινὰ Ἰθάκῃ, νέας Κρήτῃ Hom.)
θαλάσσῃ στῆθος π. Hom. — лечь грудью на море, т.е. поплыть;νευρέν μαζῷ π. Hom. — оттянуть тетиву к груди;π. τινὰ χθονί Hom. — повалить кого-л. на землю;ἐξοπίσω πλῆτο χθονί Hom. — (раненый Гектор) навзничь упал на землю;π. τινὰ δεσμοῖς Aesch. — бросить кого-л. в темницу (досл. в оковы);π. τινὰ ὀδύνῃσι Hom. — повергать кого-л. в скорбь;ἔπος ἀδάμαντι π. Her. — уподоблять слово алмазу, т.е. делать его непреложным;ἀσπίδες ἔπληντ΄ ἀλλήλῃσι Hom. — щиты столкнулись друг с другом;πελασθῆναι ἐπί τινα и τινος Soph. — приблизиться к кому-л. -
2 πελάζω
A (anap.), S.Ph. 1150 (lyr., codd.), OC 1060 (lyr.), El. 497 (lyr.): [tense] aor. (lyr.) ; [dialect] Ep.πέλασα Il.12.194
; [dialect] Ep. and Lyr.ἐπέλασσα 21.93
,πέλασσα 13.1
, Pi.P.4.227 :—[voice] Med., [tense] aor. opt. (trans.)πελασαίατο Il.17.341
; inf.πελάσασθαι Emp.133
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπελάσθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πέλασθεν Il.12.420
, inf.πελασθῆναι S.OT 213
(lyr.) ; [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. ,ἔπληντο Il.4.449
, etc.,πλῆτο 14.438
, πλῆντο ib. 468 ; later ἐπλάθην [pron. full] [ᾱ] A.Pr. 897 (lyr.), E. Tr. 203(lyr.), etc.: [tense] pf. [voice] Pass.πέπλημαι AP5.46
(Rufin.) ; [ per.] 3pl.πεπλήαται Semon.31
A (fort. πεπλέαται) ; part.πεπλημένος Od.12.108
; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : ([etym.] πέλας):A intr., approach, draw near, c. dat.,πέλασεν νήεσσι Il.12.112
;ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41
;ἐὸν.. ἐόντι πελάζει Parm.8.25
; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr. 807, cf. S.Ph. 301, etc.: rarely in Prose,π. πολεμίοισι Hdt.9.74
;θηρίοις X.Cyr.1.4.7
, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ;τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24
: prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like , Pl. Smp. 195b.2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα.. πελάσαι φάος.. νεῶν light may come near the ships, S. Aj. 709 (lyr.) ;εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph. 1407
(but σῆς πάτρας shd. be deleted) ;π. πηγῆς Call.Ap.88
(nisi leg. πηγῇσι); π. τῆς πόλεως Th.2.77
, Plb.21.6.3 ; alsoμὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med. 101
(anap.).3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ;ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19
; [ τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ;ἐς τούσδε τόπους S.OC 1761
(anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT 1212, El. 1332 (anap.) ; ;πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b
.4 c. acc. loci,δῶμα πελάζει E.Andr. 1167
(anap.) ; elsewh. dub., S.OC 1060 (fort. εἰς νομόν), Ph. 1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι.. πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you).5 abs., X.Cyr.7.1.48.B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op. 431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291
, cf. 300 ;με.. γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315
; ;π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154
, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς.. Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας.. πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ;οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719
, etc.; ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr. 155 (anap.) ;βρόχῳ δέρην E.Alc. 230
(lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ;κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212
; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [ him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [ γύην] when he has fixed [ the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op. 431 : metaph., ἑ.. κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ.. κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it.., Ar.Av. 1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141.2 folld. by a Prep.,με.. νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254
; , cf. 424 ; alsoδεῦρο π. τινά 5.111
;οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440
.3 [voice] Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c.C [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., come nigh, approach, etc., c. dat.,ἀσπίδες.. ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449
; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib. 468 ;σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108
: abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.).2 rarely c. gen.,Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327
.3 folld. by a Prep.,πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT 213
(lyr.).II approach or wed, of a woman,μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr. 897
(lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11. -
3 κατοικεω
тж. med.1) населять, обитать(Οὔλυμπον Pind.; τούσδε τοὺς τόπους Soph.; ἐν ἄστει Plat.; τὸν ναόν, ἐπὴ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς NT.)
2) селиться, заселять(πόλιν Ζάγκλην Her.; τήνδε γῆν Κορινθίαν, Κιθαιρῶνος λέπας Eur.; εἰς πόλιν NT.; med. κατὰ κώμας Her.)
οἱ παρὰ τέν Ἐροθρέν θάλασσαν κατοικήμενοι Her. — жители берегов Эритрепского моря3) помещаться, находиться, быть расположенным(ἐν πεδίοις Plat.)
4) pass. быть управляемым -
4 οδοιπορεω
1) путешествовать, странствовать Soph., NT.2) доходить, достигать(εἰς τέν οἰκεομένην Her.)
3) проходить, проезжать(ὁδόν Her., Luc.)
4) обходить, посещать(τούσδε τοὺς τόπους Soph.)
-
5 σαφως
ион. σᾰφέως (compar. σαφέστερον и σαφεστέρως)1) ясно, точно(εἰδέναι Xen.; μανθάνειν Plat.)
2) отчетливо, внятно(ἀκούειν Soph.)
3) явно, очевидно, бесспорно, достоверно(σ. ἀπολωλέναι Xen.; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους σ. Soph.)
σ. φρόνει Soph. — будь уверен -
6 θαμίζω
A come often,πἀρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις Il.18.386
, al.; ἅμα νηῒ πολυκληῗδι θαμίζων plying, Od.8.161;θ. εἰς τούσδε τοὺς τόπους Pl.Hp.Ma. 281b
;ἐφ' ἡμᾶς X.Cyr.7.3.2
;κεῖσε A.R.2.451
; ἐν δονάκεσσι θ. to haunt them, Nic.Al. 578;ἐν ταῖς πομπαῖς Corn.ND30
; τοῖς μαχομένοις Chor.in Hermes 17.227; σοφίης ἐπ' ἄκροισι θαμίζειν v.l. for θοάζειν in Emp.4.8.2 to be accustomed: c.part., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν he was not wont to be so cared for, Od.8.451; οὐ δὲ θαμίζεις ἡμῖν κατ αβαίνων we do not often see you coming down, Pl.R. 328c; μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών mourns constantly, S.OC 672 (lyr.): abs., διὰ τὸ θαμίζειν by dint of repetition, Pl.Lg. 843b. -
7 σαφής
A clear, plain, distinct, of things heard, perceived, or known,σαφὲς δ' οὐκ οἶδα h.Merc. 208
(Hom. only has Adv. σάφα, q.v.); ; ; ; ;φθέγματ' ὀρνίθων Id.El.18
; γράμματα distinctly legible, OGI665.12 (Egypt, i A.D.); τὰς κλεῖς ἔχουσι σαφεῖς prominent collar-bones, Gal.17(2).97: generally, clear or manifest to the mind,σ. ἀρετά Pi.I.1.22
;τέκμαρ Id.N.11.43
;σημεῖα S.El.23
; ; ;πίστις Th.1.35
([comp] Sup.); ; σ. τοῦτο παντὶ ὅτι.. it is manifest that.., Id.Phdr. 239e;σ. τι.. λέξον A.Pers. 705
;σαφῆ δ' ἀκούεις Id.Supp. 948
;σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων Id.Th.40
; σαφὲς καταστῆσαί τι to make it quite clear, Th.1.140, cf. 3.40; τῶν γενομένων τὸ ς. the clear truth, Id.1.22;σοφόν τοι τὸ σ., οὐ τὸ μὴ σ. E.Or. 397
.2 of persons (mostly Trag.),σ. ἄγγελος A.Th.82
(lyr.); ; ; esp. of seers, oracles, prophets, sure, unerring, S. OT 390, 1011, OC 623; accurate,γραμματεύς A.Fr. 358
.II Adv. σᾰφῶς, [dialect] Ion., etc. - έως, h.Cer. 149, and freq. in Hdt., esp. (like σάφα) with Verbs of saying, hearing, knowing, clearly, plainly, distinctly,σαφέως φράσαι 2.31
; δηλοῦν ib.44;ἐπίστασθαι 8.88
; ; ;σαφέως μαρτυρήσω Pi.O.6.20
; φράσσατέ μοι ς. Id.P.4.117; ἤκουον ς. S.Ph. 595, etc.; εὖ γὰρ οἶδ' ἐγὼ ς. Ar. Pax 1302.2 clearly, manifestly,σ. μ' ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν A.Pr. 389
; πρὸς γυναικὸς ἦν ς. Id.Ag. 1636; κατοικεῖ τούσδε τοὺς τόπους ς. S.Ph.40; σ. φρόνει be well assured of it, ib. 810;σ. ᾔρετο ἡ δύναμις Th.1.118
; σ. ἀπολωλέναι to be undoubtedly dead, X.Cyr.3.2.15; πήγνυμαι ς. Antiph.166.7; ὡς κεχρημένη σ. σιδήρῳ καὶ φοροῦσα τοὔνομα (sc. Σιδηρώ) S.Fr. 658;τῶν σ. ἀποχειροβιώτων X.Cyr.8.3.37
, cf. Smp.4.32.3 in affirmative answers, yes obviously, ib.60. -
8 χρίμπτω
A bring near; [voice] Act. in Hom. only in compd. ἐγχρίμπτω (q. v.); πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισι keeping one's steps close along the shore, A.Pr. 713; ὑπ' ἐσχάτην στήλην ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα kept the axle close to the post, S.El. 721:—[voice] Med., (lyr.);χρίμψασθαι ποτὶ πλευρὰ κάρη Theoc.25.144
:—more freq. in [voice] Pass., touch the surface of a body, graze, scratch, χριμφθεὶς πέλας grazing near, close even to touching, Od.10.516; ἐκ γενύων χριμφθεὶς γόος the wail or cry forcing its way to the ear from the clenched jaws, Pi.P.12.21: generally, draw near, approach, c. dat., ;τείχεσι χριμπτομένα E.Ph. 809
(lyr.); δόμοις ib.99;ἐχριμπτόμην Κύκλωπι Id.Cyc. 406
:τόπους εἰς τούσδε Critias 16.4
D.: also in [tense] aor. 1 [voice] Med.,ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο νηῦς h.Ap. 439
;ὅτεῳ χριμψαίατο λύθρον Euph.50
: c. gen.,νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος E.Fr.472.18
(anap.).II intr. in [voice] Act., (lyr.);λίσσου, γούνασι δεσπότου χρίμπτων Id.Andr. 530
(lyr.): abs.,χρίμψε κιών A.R.3.1286
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρίμπτω
См. также в других словарях:
επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
θαμίζω — (Α) [θαμά] 1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.) 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.) 3. ασχολούμαι συχνά με κάτι… … Dictionary of Greek
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek
οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek